- Πανταλέοντα
- Πανταλέωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οθωνιστής — ο, θηλ. ίστρια ο οπαδός τού Όθωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Όθων. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ν. Πανταλέοντα] … Dictionary of Greek
Λαφριαίον — Ονομασία κατά την αρχαιότητα λόφου που βρισκόταν κοντά στην πόλη της Καλυδώνας. Επάνω στον λόφο αυτόν βρισκόταν το ιερό της Λαφρίας Αρτέμιδος. Το δυτικό μέρος του προστατευόταν από αναλημματικό τοίχο ύψους 9 μ. και μήκους 29 μ., ο οποίος… … Dictionary of Greek